εκσκάπτω

εκσκάπτω
(AM ἐκσκάπτω)
1. σκάβοντας βγάζω από τη γη, εξορύσσω, ξεθάβω, ξεσκάβω
2. σκάβω και ανοίγω κοίλωμα, όρυγμα ή τάφρο, εκχωματίζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αναρρήγνυμι — ἀναρρήγνυμι και ύω (Α) 1. σχίζω, σπάζω, ανοίγω κάτι, κάνω τομή σε κάτι 2. ανορύσσω, εκσκάπτω 3. κατακρημνίζω, ανατρέπω, αναποδογυρίζω 4. (για πτώμα) ξεσχίζω, κατασπαράζω, κατακόβω 5. μτφ. ερεθίζω κάποιον, τον κάνω να ξεσπάσει 6. (για στόμα) κρατώ …   Dictionary of Greek

  • εκσκαφή — η (Μ ἐκσκαφή) η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού εκσκάπτω, εξόρυξη, εκχωμάτωση, εκβραχισμός, ξέσκαμμα …   Dictionary of Greek

  • σκάβω — σκάπτω, ΝΜΑ, και σκάφτω Ν 1. χτυπώ με ειδικό εργαλείο το έδαφος και αναστρέφω το χώμα για διάνοιξη ορύγματος ή προκειμένου να καλλιεργήσω τη γη (α. «για το φτωχό ασπρομάλλη πο σκαψε κάμπους και βουνά, δυο πήχες τόπο μοναχά, τώρα θα σκάψουν άλλοι» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”